Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Bollas. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Bollas. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Η Σεξουαλική Επιφώτιση: Περίληψη -Bollas (2000) Hysteria



Andres Serrano, Bloodstream, 1987
Γύρω στην ηλικία των 3 ετών τα παιδιά βιώνουν μια γεμάτη νόημα εντατικοποίηση στην σεξουαλική έξαρση, καθώς η βιολογική ωρίμανση παρακινεί νέες έντονες σεξουαλικές αισθήσεις (ασχολούνται περισσότερο με τα γεννητικά τουw όργανα και απολαμβάνουν τις αισθήσεις που βιώνουν).

Αυτή η διαδικασία δημιουργεί διαφορετικές ψυχικές αναπαραστάσεις καθώς το παιδί ξεκινά να φαντασιώνει τη μητέρα και τον πατέρα με περισσότερο διακριτούς σεξουαλικούς όρους και αναζητά να έρθει σε επαφή με το σώμα της μητέρας (το στήθος, τα γεννητικά όργανα, τα οπίσθια ή τα πόδια) προκαλώντας είτε ευχαρίστηση, είτε ενόχληση στην μητέρα.
Αν και η σχέση της μητέρας με το βρέφος της είναι ερωτική εξ αρχής, οι νέες αυτές ψυχικές αναπαραστάσεις που τοποθετούν την μητέρα πιο ξεκάθαρα στη θέση του εξωτερικού αντικειμένου, καταστρέφουν την αίσθηση της μητέρας ως διευκολυντικό αντικείμενο. Το παιδί βλέπει πια τη μητέρα του σαν αυτή να είναι το αντικείμενο της ερωτικής του επιθυμίας και αυτό είναι βαθιά ενοχλητικό.
Η σεξουαλική επιθυμία καταστρέφει την αθωότητα που υπήρχε όταν οι σχέσεις του παιδιού με τους γονείς του ήταν πιο απλές, δεδομένου ότι υπήρχε μόνο ο παράγοντας της εξάρτησης. Η έξαρση λοιπόν της σεξουαλικότητας, η οποία υποκινείται από τη βιολογική ωρίμανση, αλλάζει δια παντός τη ζωή του παιδιού καταστρέφοντας την παραδεισένια σχέση που απολάμβανε με τους γονείς του.
Όλα τα παιδιά αναζητούν μια πρόσκαιρη διαφυγή από αυτή τη σύγκρουση (προγεννητική vs. γενετική μητέρα) και το πετυχαίνουν με το να θέσουν τη σεξουαλικότητα έξω από τη σχέση με τη μητέρα «κατηγορώντας» τον πατέρα για αυτή τη διάσπαση. Αν ο πατέρας είναι επαρκής, θα δεχθεί και θα εμπεριέξει αυτή την προβολή. Στην ασυνείδητη φαντασίωση όλων μας λοιπόν υπάρχει ένας πατέρας που παρενοχλεί σεξουαλικά και τραυματίζει. Δεν είναι όμως στην πραγματικότητα ο πατέρας που παρενοχλεί και προκαλεί το τραύμα, αλλά η ίδια η ανάδυση της σεξουαλικότητας που διαλύει την πρότερη σχέση με τη μητέρα, θρυμματίζει την αθωότητα και κατ’ επέκταση τραυματίζει.
Ο σεξουαλικός πατέρας ως φορέας του κακού ευνουχίζεται. Ο ευνουχισμός της σεξουαλικότητας συγκαταλέγεται στους άλλους πρώιμους ευνουχισμούς (απογαλακτισμός, εκπαίδευση στην τουαλέτα) και διαφοροποιείται από το πραγματικό άγχος του ευνουχισμού, το οποίο προκύπτει τόσο ως αποτέλεσμα των αιμομικτικών ορμών, όσο και ως αποτέλεσμα των επιθέσεων του εαυτού στα γεννητικά όργανα του εαυτού και των άλλων.
Αν και το παιδί βρίσκεται στα πρόθυρα να ανακαλύψει πόσο περίπλοκη είναι η ύπαρξη του, στην ηλικία των 2-3 ετών είναι ακόμα ψυχικά ανώριμο και έτσι μεταθέτει για αργότερα (εφηβεία) την επεξεργασία της επίδρασης και του τραύματος της σεξουαλικότητας.
Η σεξουαλική επιφώτιση, όχι μόνο μετατρέπει τη μητέρα από διευκολυντικό αντικείμενο σε σεξουαλικό αντικείμενο, αλλά και σ’ ένα σεξουαλικό αντικείμενο που επιθυμεί τον πατέρα. Η ανακουφιστική ψευδαίσθηση ότι ο μόνος λόγος που η μητέρα και ο πατέρας είναι μαζί είναι η δημιουργία του παιδιού διαλύεται. Η ανακάλυψη ότι η μητρική επιθυμία δεν περιορίζεται στην επιθυμία για το βρέφος και η συνειδητοποίηση ότι ο πατέρας και η μητέρα έχουν ανεξάρτητες από αυτό σεξουαλικές επιθυμίες είναι ουσιαστικά μία επίθεση στην θεώρηση του εαυτού ως κέντρο του κόσμου.
Αυτό που συμβαίνει πιο συχνά αυτή την περίοδο είναι ότι τα παιδιά ξεκινούν να κάνουν ερωτήσεις: «Που ήμουν πριν γεννηθώ;», «Που ήταν η μαμά και ο μπαμπάς πριν συναντηθούν;», «Που είναι ο Θεός;», «Που βρίσκεται ο Παράδεισος;», «Από πού ερχόμαστε;». Οι απαντήσεις των γονέων σε αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα του παιδιού τους θέτουν στα μάτια του παιδιού στη θέση αυτού που γνωρίζει και το περιεχόμενο αυτών των απαντήσεων τα προδιαθέτει προς συγκεκριμένες ταυτίσεις οι οποίες θα καθορίσουν την εικόνα του φύλου του λίγο αργότερα, στην Οιδιπόδεια περίοδο.
Σύμφωνα με το Freud, κάτω από αυτά τα ερωτήματα βρίσκεται μια και μόνο ερώτηση, η οποία αναδύεται όταν το παιδί βλέπει τα γυναικεία γεννητικά όργανα και αυτή είναι «Που είναι το πέος». Η αναζήτηση της γνώσης όπως φαίνεται μέσα από τα ερωτήματα που θέτει το παιδί είναι λοιπόν αποτέλεσμα του άγχους που δημιουργείται όταν το παιδί συνειδητοποιεί τη σεξουαλική διαφορετικότητα.
Το απόν πέος δημιουργεί το άγχος του ευνουχισμού και το παιδί προσπαθεί να εξηγήσει την απουσία του κατασκευάζοντας διάφορες θεωρίες. Ο φορέας του πέους, ο πατέρας, γίνεται η πηγή της γνώσης, το πέος μετατρέπεται ψυχικά σε φαλλό αποκτώντας τη λειτουργία της διείσδυσης και ο πατέρας μετατρέπεται σε Θεό, αντικαθιστώντας τον πρότερο αρχαϊκό Θεό στο σύμπαν του παιδιού, δηλαδή τη μητέρα. Ο πατέρας-Θεός που κατέχει το φαλλό είναι μία τρομερή φιγούρα που απειλεί τον εαυτό με ευνουχισμό και καθώς το παιδί μπαίνει στην Οιδιπόδεια φάση, η επιθυμία του παιδιού για τη μητέρα του θα χρωματιστεί από αυτό το άγχος.
Η σεξουαλική επίγνωση σε συνδυασμό με το άγχος του ευνουχισμού θέτουν τη σχέση του παιδιού και της μητέρας σε νέα βάση. Αυτό που έγινε γνωστό (η σεξουαλικότητα και η επιθυμία για τη μητέρα) χρειάζεται να αποσιωπηθεί και το παιδί φαίνεται ότι προσπαθεί να το πετύχει εκείνες τις φορές που, βάζοντας το χέρι του στο στόμα της μητέρας, μπερδεύει το λόγο της. Το παιδί προσπαθεί να διατηρήσει με αυτό τον τρόπο την προγεννητική μητέρα και με το να της κλείνει το στόμα προσπαθεί να διασφαλίσει ότι το μυστικό τους δεν θα αποκαλυφθεί.
Στην υστερία, το παιδί είναι παγιδευμένο ανάμεσα στα δύο αντικείμενα της επιθυμίας του, τη μητέρα και τον πατέρα και είναι ανίκανο να κατευθύνει είτε προς τον ένα, είτε προς τον άλλο. Εν μέρη, ως αποτέλεσμα της σεξουαλικής επίγνωσης, το υστερικό παιδί βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μητέρες, δύο πατεράδες και δύο εαυτούς, βρίσκεται δηλαδή ανάμεσα  στις προγεννετικές  και τις γεννετικές αναπαραστάσεις και δεν μπορεί να απαντήσει ποιον επιθυμεί.
Δεδομένου ότι η σεξουαλική επίγνωση υποκινείται από τη βιολογική ωρίμανση, ο υστερικός στην παιδική ηλικία αντιτάχθηκε σε αυτή τη νέα γνώση του σώματος και των ορμών του, αφού οι νέες ψυχικές αναπαραστάσεις μπορούν να καταστρέψουν την επιθυμία του εαυτού για απλότητα και αθωότητα. 

Τα προβλήματα με το σώμα των υστερικών του 19ου και 20ου αιώνα δείχνουν αυτή τη δυσκολία τους να αναγνωρίσουν  τις σεξουαλικές ορμές  του σώματος και την σεξουαλική επιθυμία των γονιών. Καθώς η σεξουαλική επίγνωση καταστρέφει την αθωότητα και τοποθετεί το παιδί έξω από το κέντρο του σύμπαντος των γονέων, ουσιαστικά αποκλείει το παιδί από την ιδιαίτερη αυτή σχέση τον γονέων. Ο υστερικός ως παιδί δεν είχε θελήσει να αποκλειστεί από κανέναν και από τίποτα. Το υστερικό παιδί λοιπόν αντιμετωπίζει την σύγχυση που δημιουργεί η σεξουαλική επίγνωση με το να δημιουργεί κενά σε αυτά που γνωρίζει. Αποκηρύσσοντας κάθε γνώση γύρω από την σεξουαλικότητα, το υστερικό παιδί διαφυλάσσει την προγεννητική σχέση με τη μητέρα.
Το υστερικό παιδί, επιτιθέμενο στην γνωστική του ανάπτυξη, σταματά την ωρίμανση του εαυτού και παραμένει ένα αθώο παιδί. Πολλά παιδιά που διαγιγνώσκονται με δυσλεξία ή με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ), μπορεί να είναι υστερικά παιδιά που έχουν αποκηρύξει την γνώση της σεξουαλικότητας και ασυνείδητα έχουν σαμποτάρει την ανάπτυξή τους. Ως ενήλικας και λόγω της αποκήρυξης αυτής της γνώσης, παρουσιάζεται έχοντας μνημονικά κενά, δεν θυμάται δηλαδή πολλά κομμάτια της ιστορίας του.
Καθώς η επίγνωση της σεξουαλικότητας  απειλεί την αθωότητα και την σχέση με την προγεννητική μητέρα, το υστερικό παιδί, όπως και το φυσιολογικό παιδί, προβάλει την σεξουαλικότητα στον πατέρα, μετατρέποντάς την σε παρενόχληση. Το υστερικό παιδί σε αυτό το σημείο αποσεξουαλικοποιεί τον εαυτό και την μητέρα εξιδανικεύοντας τα μη σεξουαλικά χαρακτηριστικά της – την μετατρέπει σε Παναγία και τον εαυτό σε σεξουαλικά αδαή. Μέσω της σχάσης η κακή σεξουαλική μητέρα προβάλλεται σε άλλες γυναίκες που φέρουν ξεκάθαρα τα στοιχεία της πόρνης. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και για τον πατέρα. Ο κακός σεξουαλικός πατέρας μπορεί είτε να απωθηθεί είτε να προβληθεί σε αναγνωρίσιμους κακούς άντρες.
Ο υστερικός κατασκευάζει έναν εξιδανικευμένο εαυτό και μία εξιδανικευμένη μητέρα. Η εσωτερική μητέρα επικρίνει την σεξουαλικότητα και επιθυμεί ο υστερικός να μείνει το παιδί της για πάντα. Το ιδεώδες εγώ του υστερικού είναι ο εσωτερικός καθρέφτης του τέλειου εαυτού. Το υστερικό παιδί διατηρεί ένα άκαμπτο αγνό ιδεώδες εγώ που θεωρεί την σεξουαλική ζωή ατιμωτική και προκειμένου να συντηρεί τον ιδανικό εαυτό επιδίδεται σε καλές συμπεριφορές ή απομακρύνεται ασκητικά από όλες τις σχέσεις. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτός ο ιδεώδης εαυτός που αποκηρύσσει τα σεξουαλικά ένστικτα και μετατρέπει το σεξουαλικό πάθος στην έκσταση της αυτοθυσίας για την αγάπη των γονέων, ενθαρρύνεται τόσο κοινωνικά, όσο και από τους ίδιους τους γονείς.
Η αποκήρυξη της γνώσης της σεξουαλικότητας και η ανάγκη της διατήρησης μίας προσεξουαλικής σχέσης που επιτυγχάνεται με την αποσιώπηση και την εξαφάνιση από την μνήμη εμφανίζεται ξανά στην ανάλυση ως συστατικό στοιχείο της ερωτικής μεταβίβασης του υστερικού, ο οποίος επιμένει στην άρνησή του να μιλήσει για την αγάπη του προς τον αναλυτή.
Καθώς η γνώση της σεξουαλικότητας αποκηρύσσεται, αποκηρύσσονται και τα γεννητικά όργανα ως φορέας της, προκειμένου ο υστερικός να ανελιχθεί σε «υψηλότερα» επίπεδα λειτουργίας. Οι ψυχικές, λοιπόν, λειτουργίες που εγκαθίστανται μέσω της αποδοχής των γεννητικών οργάνων, όπως είναι η διεισδυτική αναζήτηση για απαντήσεις και το άνοιγμα περιοχών έρευνας αναβάλλονται. Αντ’ αυτού ο υστερικός καλλιεργεί ένα είδος άγνοιας που είναι πολύ καθοριστική για τη διατήρηση του εαυτού του μικρού αγοριού και κοριτσιού.
Οι ενήλικες υστερικοί μπαίνουν στον πειρασμό να εγκαταλείψουν την σεξουαλικότητα επειδή είναι περίπλοκη. Η αντίθεση ανάμεσα στην αγάπη και την σεξουαλικότητα είναι κεντρικό στοιχείο της υστερίας και αποκτά νόημα αν αναλογιστούμε ότι ο υστερικός θεωρεί τη σεξουαλικότητα ως ένα είδος αποχωρισμού από την αγάπη που μοιάζει μητρική.
Ως παιδιά οι υστερικοί φανερώνουν τη μελλοντική σεξουαλική απάρνηση συμμαχώντας με τις ευάλωτες πλευρές του εαυτού, αρνούμενοι τις πιο προσαρμοσμένες πλευρές του εαυτού. Για παράδειγμα μπορεί να αποφεύγουν κοινωνικές δραστηριότητες ή να παραμένουν στο σπίτι μην πηγαίνοντας στο σχολείο προκειμένου να έχουν την μητρική φροντίδα. Μπορεί να αρρωσταίνουν συχνά και να χρειάζονται φροντίδα είτε από τη μητέρα είτε από κάποιο υποκατάστατό της.
Με την είσοδο στην Οιδιπόδεια φάση, το υστερικό παιδί είναι επίσης σε σύγχυση σχετικά με το πως να συμφιλιωθεί με την γονική σεξουαλικότητα και με το ποια είναι η θέση του στην οικογένεια. Η φυσική τάση είναι να δει τον πατέρα σαν τον κακό εισβολέα στη σχέση με τη μητέρα. Καθώς όμως η μητέρα του υστερικού παιδιού, επιλέγει τον πατέρα και καθώς αυτό χρειάζεται να απαρνηθεί τη σεξουαλικότητα προκειμένου να ξαναγεννηθεί ως αγόρι ή κορίτσι, ο υστερικός μπορεί να αποδεχθεί ένα αποσεξουαλικοποιημένο πατέρα και μία αποσεξουαλικοποιημένη μητέρα προκειμένου να ταιριάξουν με τον αποσεξουαλικοποιημένο εαυτό.
Δεδομένου ότι ο υστερικός αποκηρύσσει τα γεννητικά όργανα για να αποκηρύξει και την σεξουαλικότητα αποκηρύσσει και την σημασία του γένους. Το πιο σημαντικό παράδοξο, ωστόσο είναι η ανταλλαγή της σαρκικής σεξουαλικότητας, της γενετήσιας ενόρμησης, με την πνευματική σεξουαλικότητα. Εκεί που κάποτε το σώμα και οι ενορμήσεις του επικρατούσαν πάνω στον εαυτό, ώστε να αποδεχθεί το ζώο μέσα σε αυτόν, ο υστερικός αρνείται σθεναρά αυτή τη λογική και μετατρέπει τη σαρκική διέγερση σε πνευματική.
Ο υστερικός βιώνει μία μελοδραματική αγάπη. Ο εαυτός βασανίζεται στη θέα  του αντικειμένου της αγάπης, το οποίο δεν μπορεί να αγγίξει. Αυτή η φαινομενική απογοήτευση μετατρέπεται σε έναν υπέροχο πειρασμό που οδηγεί τον εαυτό σε ατελείωτες φαντασιώσεις του αντικειμένου της αγάπης το οποίο με τη σειρά του εξοβελίζεται σ’ ένα ανώτερο επίπεδο. Το σαρκικό σώμα του υστερικού αντιτίθεται στο άλλο του σώμα, την ψυχή, που θα αγγίξει το αντικείμενο της αγάπης του μέσα από την καθαρότητα της αγάπης. Η ιδέα ότι ο εαυτός μπορεί να ενδώσει στους πόθους του σώματος θα κατέστρεφε το δικαίωμα της ψυχής στο αντικείμενο της αγάπης.
Η σεξουαλικότητα λοιπόν του υστερικού δεν βασίζεται απλώς στη θυσία του σώματος. Επιτυγχάνεται μόνο από την ολική εξολόθρευση του σώματος από κάθε σκέψη. Πως συνάδει όμως αυτό με το γεγονός ότι οι υστερικοί εξακολουθούν να κάνουν έρωτα;
Κάθε ερωτευμένος υστερικός βρίσκεται μέσα σε ένα αυτο-υποβαλλόμενο ξόρκι. Κάτω από την πίεση του σεξουαλικού ενστίκτου, αλλά και της σεξουαλικής απαίτησης του άλλου, ο υστερικός μπορεί να εισέλθει στον σεξουαλικό χώρο και να κάνει έρωτα, εκριζώνοντας ψυχικά  την σωματική εμπλοκή και τοποθετώντας στη θέση της την ψυχή. Αυτή είναι η ευτυχία του υστερικού. Η σεξουαλική διέγερση μετατρέπεται σε πνευματική και αυτή η μεταμόρφωση ασυνείδητα συνδέεται είτε με την ψυχική, είτε με την πραγματική αδυναμία του εαυτού να συνευρεθεί ερωτικά με τον άλλο.
Ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση είναι συχνά το μονοπάτι που διαλέγει ο υστερικός μέσα από το οποίο το άτομο ανακαλύπτει τη δύναμη της πνευματικότητας. Ο μαζοχισμός του υστερικού συνίσταται στο ότι η σωματική διέγερση από σαρκική μετατρέπεται σε πνευματική καταργώντας τον ερωτισμό και στο ότι οι δονήσεις που οδηγούν στον οργασμό γίνονται κύματα απελπισίας.
Bollas, H (2000) Sexual epiphany (pp.13-26). In Hysteria. London and New York: Rutledge 
Μετάφραση: Στεφανί Ευθυμίου, Περίληψη: Μαργαρίτα Πετεινάκη.

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

The Mutant Self

Scott Greenwalt, Shrouded Mutation
Event-traumatised individuals live in a rather suspended state, defined in part by the intrusion of the real into the personal[…] (p.95)

[The word mutant] is an apt description of a self that was changed by a sudden event. (p.97)

These people are often schizoid personalities [and they seem] to recall easily the period of self-mutation. Knowing they have endured a change to their personality, such individuals must call upon a certain kind of personal parenting to hold themselves together, lest their new character break into its own form of madness. Schizoid stiffness […] is an effort on the part of the ego, to hold the mutational self in place.

People who feel they mutationally changed rather that psychodevelopmentally evolved convey this sense of fatedness by creating a curious atmosphere around themselves, achieved through odd gestures, idiosyncratic movements and curious verbalizations of their states of mind, which give off the feel of an impeding climactic change. Something is in the air. Something may be on the verge of happening. The world is not to be taken for granted. (p.97)

[…] The individual who is altered by trauma transforms this deficit into the structure of a wish and henceforth seeks dramatic events as the medium of self transformation. […] The child who has been mutated by the event develops an attachment, therefore, to the nature of mutational eventfulness rather that to the presence of the other. They seek malignant events like some seek relations with people. (p.100)

[…] the individual lives now outside himself, considering himself an outsider. Thrown into the outside by the structure of events, he now is there in the place where it happened, and in that place he observes the self that is mutilated by the course of events. He carries the structure of his phenomenon within himself. Sometimes [the patient might startle another person and bring about a dissociated moment[…] interrupting the other’s harmonic relation to themselves as an object, throwing them outside the internal place into looking at the actual other, looking at themself through the imagined eyes of the other, now quite uneasy about what would happen. (p.102)

Bollas, C (1999) Dead mother, dead child. In G. Kohon (Ed.) The dead mother: the work of Andre Green (pp. 87-108), London: Routledge 

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Dead Mother, Dead Child



Dead Mother - Egon Schiele
 Egon Schiele, Dead Mother

But is the dead mother’s death not a personal death? How could it be regarded as an event from the real?

Depression often descends upon selves. Although it has a psychic origin and unconscious meaning, it may overcome the self the way a virus grips the soma. The kind of death suffered by the mother in the dead mother complex is also dead as a psychic event at the time of its occurrence; although it has meaning, the meaning is lost to the mother experiencing it. 

 [..] The dead mother refuses her own moods, killing off contact with the processes of inner life. As she dissociated herself from her affects, she stands as a continually stricken witness to the unforeseen misfortunes imposed upon her by lived experience and its after-effects. After-effects are not for her; she is dead to them (p.100)

Green (1983) writes: The transformation in psychical life, at the moment of the mother’s sudden bereavement when she has become abruptly detached from her infant is experienced by the child as a catastrophe; because, without any warning signal, love has been lost at one blow. (p.150)

It was this loss, in one blow that [the patient] presented to me in the transference in the early years of our work; a loss that took the form of a sudden change of his mood, without warning, indeed without any apparent meaningful affective context to himself. His own transformed moods seemed not to be of his own making. And although he acted these blows upon the other, more often and more pertinently, he enacted maternal detachment, by suddenly acting out an apparent passing idea, and abandoning any sentient effort to comprehend himself in the moment of the enactment. (p.104)

[…] the abruptness released by [the patient] was for him a form of self abandonment, a “meaningless” indifference to his own fate. Actions committed by the self seemed not to be of the self. They were the work of some other. And in this respect, such an odd attitude-customarily seen in psychoanalysis as the split –off portion of the personality-was in fact a recollection of an early fact of his life.(p.105)

The catastrophe of abrupt detachment, argues Green (1983), “constitutes a premature disillusionment and…carries in its wake, besides the loss of love, the loss of meaning, for the baby disposes of no explication to account for what has happened (p.150)

Arrested in their capacity to love, subjects who are under the empire of the dead mother can only aspire to autonomy. Sharing remains forbidden to them. Thus, solitude, which was a situation creating anxiety and to be avoided, changes sign. From negative it becomes positive. Having previously been shunned, it is now sought after. The subject nestles into it. He becomes his own mother, but remains prisoner to her economy of survival. He thinks he has got rid of his dead mother. In fact, she only leaves him in peace in the measure the she herself is left in peace. As long as there is no candidate to the succession, she can well let her child survive, certain to be the only one to possess this inaccessible love. (Green, 1983, p.156) (p.105)

Bollas, C (1999) Dead mother, dead child. In G. Kohon (Ed.) The dead mother: the work of Andre Green (pp. 87-108), London: Routledge