Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Η Σεξουαλική Επιφώτιση: Περίληψη -Bollas (2000) Hysteria



Andres Serrano, Bloodstream, 1987
Γύρω στην ηλικία των 3 ετών τα παιδιά βιώνουν μια γεμάτη νόημα εντατικοποίηση στην σεξουαλική έξαρση, καθώς η βιολογική ωρίμανση παρακινεί νέες έντονες σεξουαλικές αισθήσεις (ασχολούνται περισσότερο με τα γεννητικά τουw όργανα και απολαμβάνουν τις αισθήσεις που βιώνουν).

Αυτή η διαδικασία δημιουργεί διαφορετικές ψυχικές αναπαραστάσεις καθώς το παιδί ξεκινά να φαντασιώνει τη μητέρα και τον πατέρα με περισσότερο διακριτούς σεξουαλικούς όρους και αναζητά να έρθει σε επαφή με το σώμα της μητέρας (το στήθος, τα γεννητικά όργανα, τα οπίσθια ή τα πόδια) προκαλώντας είτε ευχαρίστηση, είτε ενόχληση στην μητέρα.
Αν και η σχέση της μητέρας με το βρέφος της είναι ερωτική εξ αρχής, οι νέες αυτές ψυχικές αναπαραστάσεις που τοποθετούν την μητέρα πιο ξεκάθαρα στη θέση του εξωτερικού αντικειμένου, καταστρέφουν την αίσθηση της μητέρας ως διευκολυντικό αντικείμενο. Το παιδί βλέπει πια τη μητέρα του σαν αυτή να είναι το αντικείμενο της ερωτικής του επιθυμίας και αυτό είναι βαθιά ενοχλητικό.
Η σεξουαλική επιθυμία καταστρέφει την αθωότητα που υπήρχε όταν οι σχέσεις του παιδιού με τους γονείς του ήταν πιο απλές, δεδομένου ότι υπήρχε μόνο ο παράγοντας της εξάρτησης. Η έξαρση λοιπόν της σεξουαλικότητας, η οποία υποκινείται από τη βιολογική ωρίμανση, αλλάζει δια παντός τη ζωή του παιδιού καταστρέφοντας την παραδεισένια σχέση που απολάμβανε με τους γονείς του.
Όλα τα παιδιά αναζητούν μια πρόσκαιρη διαφυγή από αυτή τη σύγκρουση (προγεννητική vs. γενετική μητέρα) και το πετυχαίνουν με το να θέσουν τη σεξουαλικότητα έξω από τη σχέση με τη μητέρα «κατηγορώντας» τον πατέρα για αυτή τη διάσπαση. Αν ο πατέρας είναι επαρκής, θα δεχθεί και θα εμπεριέξει αυτή την προβολή. Στην ασυνείδητη φαντασίωση όλων μας λοιπόν υπάρχει ένας πατέρας που παρενοχλεί σεξουαλικά και τραυματίζει. Δεν είναι όμως στην πραγματικότητα ο πατέρας που παρενοχλεί και προκαλεί το τραύμα, αλλά η ίδια η ανάδυση της σεξουαλικότητας που διαλύει την πρότερη σχέση με τη μητέρα, θρυμματίζει την αθωότητα και κατ’ επέκταση τραυματίζει.
Ο σεξουαλικός πατέρας ως φορέας του κακού ευνουχίζεται. Ο ευνουχισμός της σεξουαλικότητας συγκαταλέγεται στους άλλους πρώιμους ευνουχισμούς (απογαλακτισμός, εκπαίδευση στην τουαλέτα) και διαφοροποιείται από το πραγματικό άγχος του ευνουχισμού, το οποίο προκύπτει τόσο ως αποτέλεσμα των αιμομικτικών ορμών, όσο και ως αποτέλεσμα των επιθέσεων του εαυτού στα γεννητικά όργανα του εαυτού και των άλλων.
Αν και το παιδί βρίσκεται στα πρόθυρα να ανακαλύψει πόσο περίπλοκη είναι η ύπαρξη του, στην ηλικία των 2-3 ετών είναι ακόμα ψυχικά ανώριμο και έτσι μεταθέτει για αργότερα (εφηβεία) την επεξεργασία της επίδρασης και του τραύματος της σεξουαλικότητας.
Η σεξουαλική επιφώτιση, όχι μόνο μετατρέπει τη μητέρα από διευκολυντικό αντικείμενο σε σεξουαλικό αντικείμενο, αλλά και σ’ ένα σεξουαλικό αντικείμενο που επιθυμεί τον πατέρα. Η ανακουφιστική ψευδαίσθηση ότι ο μόνος λόγος που η μητέρα και ο πατέρας είναι μαζί είναι η δημιουργία του παιδιού διαλύεται. Η ανακάλυψη ότι η μητρική επιθυμία δεν περιορίζεται στην επιθυμία για το βρέφος και η συνειδητοποίηση ότι ο πατέρας και η μητέρα έχουν ανεξάρτητες από αυτό σεξουαλικές επιθυμίες είναι ουσιαστικά μία επίθεση στην θεώρηση του εαυτού ως κέντρο του κόσμου.
Αυτό που συμβαίνει πιο συχνά αυτή την περίοδο είναι ότι τα παιδιά ξεκινούν να κάνουν ερωτήσεις: «Που ήμουν πριν γεννηθώ;», «Που ήταν η μαμά και ο μπαμπάς πριν συναντηθούν;», «Που είναι ο Θεός;», «Που βρίσκεται ο Παράδεισος;», «Από πού ερχόμαστε;». Οι απαντήσεις των γονέων σε αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα του παιδιού τους θέτουν στα μάτια του παιδιού στη θέση αυτού που γνωρίζει και το περιεχόμενο αυτών των απαντήσεων τα προδιαθέτει προς συγκεκριμένες ταυτίσεις οι οποίες θα καθορίσουν την εικόνα του φύλου του λίγο αργότερα, στην Οιδιπόδεια περίοδο.
Σύμφωνα με το Freud, κάτω από αυτά τα ερωτήματα βρίσκεται μια και μόνο ερώτηση, η οποία αναδύεται όταν το παιδί βλέπει τα γυναικεία γεννητικά όργανα και αυτή είναι «Που είναι το πέος». Η αναζήτηση της γνώσης όπως φαίνεται μέσα από τα ερωτήματα που θέτει το παιδί είναι λοιπόν αποτέλεσμα του άγχους που δημιουργείται όταν το παιδί συνειδητοποιεί τη σεξουαλική διαφορετικότητα.
Το απόν πέος δημιουργεί το άγχος του ευνουχισμού και το παιδί προσπαθεί να εξηγήσει την απουσία του κατασκευάζοντας διάφορες θεωρίες. Ο φορέας του πέους, ο πατέρας, γίνεται η πηγή της γνώσης, το πέος μετατρέπεται ψυχικά σε φαλλό αποκτώντας τη λειτουργία της διείσδυσης και ο πατέρας μετατρέπεται σε Θεό, αντικαθιστώντας τον πρότερο αρχαϊκό Θεό στο σύμπαν του παιδιού, δηλαδή τη μητέρα. Ο πατέρας-Θεός που κατέχει το φαλλό είναι μία τρομερή φιγούρα που απειλεί τον εαυτό με ευνουχισμό και καθώς το παιδί μπαίνει στην Οιδιπόδεια φάση, η επιθυμία του παιδιού για τη μητέρα του θα χρωματιστεί από αυτό το άγχος.
Η σεξουαλική επίγνωση σε συνδυασμό με το άγχος του ευνουχισμού θέτουν τη σχέση του παιδιού και της μητέρας σε νέα βάση. Αυτό που έγινε γνωστό (η σεξουαλικότητα και η επιθυμία για τη μητέρα) χρειάζεται να αποσιωπηθεί και το παιδί φαίνεται ότι προσπαθεί να το πετύχει εκείνες τις φορές που, βάζοντας το χέρι του στο στόμα της μητέρας, μπερδεύει το λόγο της. Το παιδί προσπαθεί να διατηρήσει με αυτό τον τρόπο την προγεννητική μητέρα και με το να της κλείνει το στόμα προσπαθεί να διασφαλίσει ότι το μυστικό τους δεν θα αποκαλυφθεί.
Στην υστερία, το παιδί είναι παγιδευμένο ανάμεσα στα δύο αντικείμενα της επιθυμίας του, τη μητέρα και τον πατέρα και είναι ανίκανο να κατευθύνει είτε προς τον ένα, είτε προς τον άλλο. Εν μέρη, ως αποτέλεσμα της σεξουαλικής επίγνωσης, το υστερικό παιδί βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μητέρες, δύο πατεράδες και δύο εαυτούς, βρίσκεται δηλαδή ανάμεσα  στις προγεννετικές  και τις γεννετικές αναπαραστάσεις και δεν μπορεί να απαντήσει ποιον επιθυμεί.
Δεδομένου ότι η σεξουαλική επίγνωση υποκινείται από τη βιολογική ωρίμανση, ο υστερικός στην παιδική ηλικία αντιτάχθηκε σε αυτή τη νέα γνώση του σώματος και των ορμών του, αφού οι νέες ψυχικές αναπαραστάσεις μπορούν να καταστρέψουν την επιθυμία του εαυτού για απλότητα και αθωότητα. 

Τα προβλήματα με το σώμα των υστερικών του 19ου και 20ου αιώνα δείχνουν αυτή τη δυσκολία τους να αναγνωρίσουν  τις σεξουαλικές ορμές  του σώματος και την σεξουαλική επιθυμία των γονιών. Καθώς η σεξουαλική επίγνωση καταστρέφει την αθωότητα και τοποθετεί το παιδί έξω από το κέντρο του σύμπαντος των γονέων, ουσιαστικά αποκλείει το παιδί από την ιδιαίτερη αυτή σχέση τον γονέων. Ο υστερικός ως παιδί δεν είχε θελήσει να αποκλειστεί από κανέναν και από τίποτα. Το υστερικό παιδί λοιπόν αντιμετωπίζει την σύγχυση που δημιουργεί η σεξουαλική επίγνωση με το να δημιουργεί κενά σε αυτά που γνωρίζει. Αποκηρύσσοντας κάθε γνώση γύρω από την σεξουαλικότητα, το υστερικό παιδί διαφυλάσσει την προγεννητική σχέση με τη μητέρα.
Το υστερικό παιδί, επιτιθέμενο στην γνωστική του ανάπτυξη, σταματά την ωρίμανση του εαυτού και παραμένει ένα αθώο παιδί. Πολλά παιδιά που διαγιγνώσκονται με δυσλεξία ή με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ), μπορεί να είναι υστερικά παιδιά που έχουν αποκηρύξει την γνώση της σεξουαλικότητας και ασυνείδητα έχουν σαμποτάρει την ανάπτυξή τους. Ως ενήλικας και λόγω της αποκήρυξης αυτής της γνώσης, παρουσιάζεται έχοντας μνημονικά κενά, δεν θυμάται δηλαδή πολλά κομμάτια της ιστορίας του.
Καθώς η επίγνωση της σεξουαλικότητας  απειλεί την αθωότητα και την σχέση με την προγεννητική μητέρα, το υστερικό παιδί, όπως και το φυσιολογικό παιδί, προβάλει την σεξουαλικότητα στον πατέρα, μετατρέποντάς την σε παρενόχληση. Το υστερικό παιδί σε αυτό το σημείο αποσεξουαλικοποιεί τον εαυτό και την μητέρα εξιδανικεύοντας τα μη σεξουαλικά χαρακτηριστικά της – την μετατρέπει σε Παναγία και τον εαυτό σε σεξουαλικά αδαή. Μέσω της σχάσης η κακή σεξουαλική μητέρα προβάλλεται σε άλλες γυναίκες που φέρουν ξεκάθαρα τα στοιχεία της πόρνης. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και για τον πατέρα. Ο κακός σεξουαλικός πατέρας μπορεί είτε να απωθηθεί είτε να προβληθεί σε αναγνωρίσιμους κακούς άντρες.
Ο υστερικός κατασκευάζει έναν εξιδανικευμένο εαυτό και μία εξιδανικευμένη μητέρα. Η εσωτερική μητέρα επικρίνει την σεξουαλικότητα και επιθυμεί ο υστερικός να μείνει το παιδί της για πάντα. Το ιδεώδες εγώ του υστερικού είναι ο εσωτερικός καθρέφτης του τέλειου εαυτού. Το υστερικό παιδί διατηρεί ένα άκαμπτο αγνό ιδεώδες εγώ που θεωρεί την σεξουαλική ζωή ατιμωτική και προκειμένου να συντηρεί τον ιδανικό εαυτό επιδίδεται σε καλές συμπεριφορές ή απομακρύνεται ασκητικά από όλες τις σχέσεις. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτός ο ιδεώδης εαυτός που αποκηρύσσει τα σεξουαλικά ένστικτα και μετατρέπει το σεξουαλικό πάθος στην έκσταση της αυτοθυσίας για την αγάπη των γονέων, ενθαρρύνεται τόσο κοινωνικά, όσο και από τους ίδιους τους γονείς.
Η αποκήρυξη της γνώσης της σεξουαλικότητας και η ανάγκη της διατήρησης μίας προσεξουαλικής σχέσης που επιτυγχάνεται με την αποσιώπηση και την εξαφάνιση από την μνήμη εμφανίζεται ξανά στην ανάλυση ως συστατικό στοιχείο της ερωτικής μεταβίβασης του υστερικού, ο οποίος επιμένει στην άρνησή του να μιλήσει για την αγάπη του προς τον αναλυτή.
Καθώς η γνώση της σεξουαλικότητας αποκηρύσσεται, αποκηρύσσονται και τα γεννητικά όργανα ως φορέας της, προκειμένου ο υστερικός να ανελιχθεί σε «υψηλότερα» επίπεδα λειτουργίας. Οι ψυχικές, λοιπόν, λειτουργίες που εγκαθίστανται μέσω της αποδοχής των γεννητικών οργάνων, όπως είναι η διεισδυτική αναζήτηση για απαντήσεις και το άνοιγμα περιοχών έρευνας αναβάλλονται. Αντ’ αυτού ο υστερικός καλλιεργεί ένα είδος άγνοιας που είναι πολύ καθοριστική για τη διατήρηση του εαυτού του μικρού αγοριού και κοριτσιού.
Οι ενήλικες υστερικοί μπαίνουν στον πειρασμό να εγκαταλείψουν την σεξουαλικότητα επειδή είναι περίπλοκη. Η αντίθεση ανάμεσα στην αγάπη και την σεξουαλικότητα είναι κεντρικό στοιχείο της υστερίας και αποκτά νόημα αν αναλογιστούμε ότι ο υστερικός θεωρεί τη σεξουαλικότητα ως ένα είδος αποχωρισμού από την αγάπη που μοιάζει μητρική.
Ως παιδιά οι υστερικοί φανερώνουν τη μελλοντική σεξουαλική απάρνηση συμμαχώντας με τις ευάλωτες πλευρές του εαυτού, αρνούμενοι τις πιο προσαρμοσμένες πλευρές του εαυτού. Για παράδειγμα μπορεί να αποφεύγουν κοινωνικές δραστηριότητες ή να παραμένουν στο σπίτι μην πηγαίνοντας στο σχολείο προκειμένου να έχουν την μητρική φροντίδα. Μπορεί να αρρωσταίνουν συχνά και να χρειάζονται φροντίδα είτε από τη μητέρα είτε από κάποιο υποκατάστατό της.
Με την είσοδο στην Οιδιπόδεια φάση, το υστερικό παιδί είναι επίσης σε σύγχυση σχετικά με το πως να συμφιλιωθεί με την γονική σεξουαλικότητα και με το ποια είναι η θέση του στην οικογένεια. Η φυσική τάση είναι να δει τον πατέρα σαν τον κακό εισβολέα στη σχέση με τη μητέρα. Καθώς όμως η μητέρα του υστερικού παιδιού, επιλέγει τον πατέρα και καθώς αυτό χρειάζεται να απαρνηθεί τη σεξουαλικότητα προκειμένου να ξαναγεννηθεί ως αγόρι ή κορίτσι, ο υστερικός μπορεί να αποδεχθεί ένα αποσεξουαλικοποιημένο πατέρα και μία αποσεξουαλικοποιημένη μητέρα προκειμένου να ταιριάξουν με τον αποσεξουαλικοποιημένο εαυτό.
Δεδομένου ότι ο υστερικός αποκηρύσσει τα γεννητικά όργανα για να αποκηρύξει και την σεξουαλικότητα αποκηρύσσει και την σημασία του γένους. Το πιο σημαντικό παράδοξο, ωστόσο είναι η ανταλλαγή της σαρκικής σεξουαλικότητας, της γενετήσιας ενόρμησης, με την πνευματική σεξουαλικότητα. Εκεί που κάποτε το σώμα και οι ενορμήσεις του επικρατούσαν πάνω στον εαυτό, ώστε να αποδεχθεί το ζώο μέσα σε αυτόν, ο υστερικός αρνείται σθεναρά αυτή τη λογική και μετατρέπει τη σαρκική διέγερση σε πνευματική.
Ο υστερικός βιώνει μία μελοδραματική αγάπη. Ο εαυτός βασανίζεται στη θέα  του αντικειμένου της αγάπης, το οποίο δεν μπορεί να αγγίξει. Αυτή η φαινομενική απογοήτευση μετατρέπεται σε έναν υπέροχο πειρασμό που οδηγεί τον εαυτό σε ατελείωτες φαντασιώσεις του αντικειμένου της αγάπης το οποίο με τη σειρά του εξοβελίζεται σ’ ένα ανώτερο επίπεδο. Το σαρκικό σώμα του υστερικού αντιτίθεται στο άλλο του σώμα, την ψυχή, που θα αγγίξει το αντικείμενο της αγάπης του μέσα από την καθαρότητα της αγάπης. Η ιδέα ότι ο εαυτός μπορεί να ενδώσει στους πόθους του σώματος θα κατέστρεφε το δικαίωμα της ψυχής στο αντικείμενο της αγάπης.
Η σεξουαλικότητα λοιπόν του υστερικού δεν βασίζεται απλώς στη θυσία του σώματος. Επιτυγχάνεται μόνο από την ολική εξολόθρευση του σώματος από κάθε σκέψη. Πως συνάδει όμως αυτό με το γεγονός ότι οι υστερικοί εξακολουθούν να κάνουν έρωτα;
Κάθε ερωτευμένος υστερικός βρίσκεται μέσα σε ένα αυτο-υποβαλλόμενο ξόρκι. Κάτω από την πίεση του σεξουαλικού ενστίκτου, αλλά και της σεξουαλικής απαίτησης του άλλου, ο υστερικός μπορεί να εισέλθει στον σεξουαλικό χώρο και να κάνει έρωτα, εκριζώνοντας ψυχικά  την σωματική εμπλοκή και τοποθετώντας στη θέση της την ψυχή. Αυτή είναι η ευτυχία του υστερικού. Η σεξουαλική διέγερση μετατρέπεται σε πνευματική και αυτή η μεταμόρφωση ασυνείδητα συνδέεται είτε με την ψυχική, είτε με την πραγματική αδυναμία του εαυτού να συνευρεθεί ερωτικά με τον άλλο.
Ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση είναι συχνά το μονοπάτι που διαλέγει ο υστερικός μέσα από το οποίο το άτομο ανακαλύπτει τη δύναμη της πνευματικότητας. Ο μαζοχισμός του υστερικού συνίσταται στο ότι η σωματική διέγερση από σαρκική μετατρέπεται σε πνευματική καταργώντας τον ερωτισμό και στο ότι οι δονήσεις που οδηγούν στον οργασμό γίνονται κύματα απελπισίας.
Bollas, H (2000) Sexual epiphany (pp.13-26). In Hysteria. London and New York: Rutledge 
Μετάφραση: Στεφανί Ευθυμίου, Περίληψη: Μαργαρίτα Πετεινάκη.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

The Perverse Subject of Analysis



Jackson Pollock, Number 1A
In my view, the analysis of perversion necessarily involves the analysis of the perverse transference countertransference as it unfolds in the analytic relationship. (p. 67)[…]

The perverse intersubjective constructions generated in the course of the analysis of perversion are, in my experience, inevitably (to a considerable degree) inaccessible to the analyst’s conscious awareness as they are unfolding. […] The analyst must in a sense come to understand the perverse transference-countertransference “after the fact”, i.e. in the course of his doing the psychological work required to become aware of his own unconscious experience of (and participation in) the perverse transference-countertransference. (p. 68) […]

The perverse subject of analysis is the narrator of the erotized, but ultimately empty drama created on the analytic stage. The drama itself is designed to present the false impression that the narrator is alive in his or her power to excite. The perverse analytic scene and the perverse subject of analysis are jointly constructed by analyst and analysand for the purpose of evading the experience of psychological deadness and the recognition of the emptiness of the analytic discourse/intercourse. In a sense the perverse subject of analysis constitutes a third analytic subject intersubjectively created by, and experienced through, the individual subjectivities of analyst and analysand in the context of their separate but interrelated personality systems. (p.69) […]

Perversity in the transference-countertransference represents a background that presents itself primarily in the form of a well disguised sexual excitement associated with unconscious efforts on the part of the patient to thwart the analysis in fundamental, but difficult to recognize ways (for example, the patient’s unconscious excitement associated with his or her chronic inability/unwillingness to generate a single, original thought in the analysis. (p.70) […]

The perverse individual experiences a sense of inner deadness, a lack of a sense of being alive as a human being (khan 1979, McDougall 1978, 1986); at the same time, there develops a set of concretely symbolized defensive fantasies that life exists in the intercourse (both sexual and non-sexual) between the parents and that the only way to “aquire” life is to enter into that intercourse (the source of life) from which the individual is excluded and left lifeless (Britton, 1989; Klein, 1926, 1928, Meltzer, 1973). Of course, in a literal way, it is the parental intercourse that is the source of the patient’s life, but this biological fact has for the perverse patient failed to become a psychological fact. 

At the same time, the perverse patients fantasize/experience the parental intercourse to be an empty event, and imagine that the lifelessness of the primal scene is the source of his or her own sense of inner deadness. In part, this fantasy is based on the patient’s own envious attack on the parental intercourse. It also reflects the patient’s experience of the emptiness of the bond between the parents […] and leaves these perverse individuals feeling that there is no hope of attaining a sense of vitality of their own internal world and in their relations with external objects. What is particular to perversion of the sort being discussed is the compulsive erotization of the void that is felt at the center of what might have been, and pretends to be, a generative union between the parents. The excitement generated by this erotization is used to substitute for a sense of one’s own human aliveness as well as the recognition of the humanness of other people.  (p.99) […]

There is at the same time a critical act of self-deception that allows the patient to isolate himself from awareness of the reality of the danger to which he is subjecting himself. The individual deludes himself and prides himself in his belief that he is able to “fly closer to the flame” than anybody else without being damaged. He or she believes him or herself to be immune to all danger while at the same time being intensely excited by it. The desperate need to extract life from the empty parenat intercourse that leads the patient to flaunt external reality and unconsciously claim to exist outside of the law  (p.100-101)[..]

The foregoing comments might be briefly stated in the form of the following set of schematic propositions:
  • In healthy development a sense of oneself as alive is equated with a generative loving parental intercourse.[…]
  • Perversion […] represents an endless, futile effort to extract life form a primal scene that is experienced as dead
  • […] These perverse individuals introject a fantasied degraded intercourse and subsequently engage others in a compulsively repeated acting out of this set of internal object relationships.
  • A vicious cycle is generated in which the fantasied intercourse of the parents is depicted as loveless, lifeless and non-procreative; the patient attempts in vain to infuse it with pseudo-excitement from which he attempts to extract life. Since the fantasied parental intercourse from which the perverse patient is attempting to extract life is experienced as dead, he or she is attempting to extract life form death, truth form falsehood. Alternatively, the patient may attempt to use the lie as a substitute for truth/life. (Chasseguet-Smirgel, 1984)
  • An important method of attempting to infuse the empty primal scene with life is the experience of “flirting with danger” tempting fate by “flying too close to flame”
  •  The desire of these perverse individuals is coopted by and confused with the desire of others leading them more deeply into defensive misrecognitions and misnamings of their experience in order to create the illusion of self-generated desire (Ogden, 1998)
  • Analysis of perversion […] fundamentally involves recognizing the lie/lifelessness that constitutes the core of transference-countertransference enactment of the perversion. In this way, the patient, perhaps for the first time in his or her life, feels enganged in a discourse that is experience as alive and real.
  • The initial feelings of aliveness and realness in the analysis arise form the recognition of the lifelessness/ie of the transference-countertransference and consequently are most often frightening feelings of deadness. (p. 101-103) […]


Ogden, T. H (1999) Reverie and Interpretation; Sensing something human. Karnac: London.