Richard Whadcock "Perceptible Silence" |
[….] Γνωρίζουμε ότι ο Bion συνέστησε στους αναλυτές να είναι χωρίς μνήμη και επιθυμία και να προσεγγίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο μια κατάσταση εσωτερικού κενού, προκειμένου να αφήσουν τις σκέψεις που προκαλούνται από το λόγο του ασθενούς να ξεπηδήσουν.[…] Η σύσταση του Bion δεν είναι να είμαστε σιωπηροί, αλλά να φανούμε, στην αρχή κάθε συνεδρίας, όσο το δυνατόν πιο διαθέσιμοι να ακούσουμε τι νέο έχει να πει ο ασθενής. (σελ. 361-362)
Η σιωπηρή λειτουργία του αναλυτή είναι ανεξάρτητη από την ποσότητα των λόγων που εισάγει στο αναλυτικό πλαίσιο. Πράγματι αυτή η λειτουργία έχει να κάνει με τη σιωπή που τηρεί ο αναλυτής στην ερμηνευτική του απάντηση ως προς το έκδηλο περιεχόμενο του λόγου. Για αυτό, όσο ομιλητικός και αν είναι ένας αναλυτής, ένας αναλυόμενος έχει σχεδόν πάντα την αίσθηση ότι δεν του λέει αρκετά και κυρίως ότι δεν απαντά στα ερωτήματα που του θέτει και τα οποία ως προς το έκδηλο περιεχόμενο, παραμένουν αναπάντητα. Όταν ο αναλυόμενος έχει την αίσθηση ότι ο αναλυτής είπε πάρα πολλά σημαίνει ότι ο αναλυτής είπε αυτό που ο αναλυόμενος δεν επιθυμούσε να ακούσει. Όπως για τον αναλυόμενο, έτσι και για τον αναλυτή, πρέπει να αντιπαραθέσουμε τη γεμάτη ομιλία με την κενή ομιλία (Lacan). Ένας ελάχιστα ομιλητικός αναλυτής μπορεί να ανοίξει το στόμα του μόνο για μια κενή ομιλία. Η γεμάτη ομιλία είναι πάντα ερμηνευτική (άμεσα ή έμμεσα) και μπορεί να πάρει τη μορφή σιωπής. (σελ. 365)
Η σιωπή συγκροτεί τον καμβά πάνω στον οποίο θα κινηθούν ( ή θα συν-κινηθούν) θα σχεδιαστούν, θα γραφούν, θα συν-τελεθούν οι προβολικές μορφές του ασθενούς. (σελ. 368)
Στην ψυχαναλυτική κατάσταση […] μπορούμε αν διακρίνουμε διάφορες συναλλαγές μεταξύ ασθενούς και αναλυτή:
1) Τα λεγόμενα του ασθενούς,
2) Αυτό που ασθενής αποσιωπά, δεν λέει και γνωρίζει,
3) Αυτό που ασθενής αποσιωπά, δεν λέει και δεν γνωρίζει,
4) Το μη δυνάμενο να ακουστεί και το ανήκουστο του ασθενούς,
5) Τα λεγόμενα του αναλυτή,
6) Αυτό που αναλυτής αποσιωπά, δεν λέει και γνωρίζει,
7) Αυτό που ο αναλυτής αποσιωπά, δεν λέει και δεν γνωρίζει,
8) Το μη δυνάμενο να ακουστεί και ανήκουστο του αναλυτή.
Αυτός ο τρόπος περιγραφής διαθέτει ορισμένα αποκαλυπτικά πλεονεκτήματα.
1)
Σιωπή και ομιλία είναι αλληλέγγυες και συναπτές
σε κάθε μέλος
2)
Αν η ομιλία είναι όχημα, εν αγνοία της, ενός
ασυνειδήτου νοήματος, η σιωπή είναι μάλλον διφορούμενη, αφού αποτελείται από το
κρυμμένο (η παρασιώπηση) το μη γνωστό στον ασθενή και στον αναλυτή, και το μη
δυνάμενο να ακουστεί και το ανήκουστο του καθένα από αυτούς.
Η σιωπή δεν αποτελεί αποκλειστικά και μόνο στρατηγική. Πράγματι μπορεί να κατακλύζεται από σιωπηρά λόγια, φορείς συνειδητού η ασυνείδητου νοήματος, μπορεί να γεμίσει και με άλλα πράγματα πέρα από τα λόγια, αλλά μπορεί επίσης να αποτελέσει το μη δυνάμενο να ακουστεί από ό,τι δεν έχει ακουστεί ποτέ. […] Αυτό μπορεί να οδηγήσει είτε στο μη νόημα είτε σε ένα μη εκφερόμενο λεκτικά νόημα, που πρέπει να είναι ενεργό ακόμα και με μια μορφή κατά την οποία το νόημα παίρνει την τροπή ενός μη νοήματος, δηλαδή όχι μιας ασυναρτησίας αλλά ενός νοήματος που οι νόμοι του είναι ασύλληπτοι με όλες τις έννοιες της έκφρασης. (376-377)
Η σιωπή του αναλυτή δεν είναι διαλογισμός, είναι ακρόαση, αλλά αυτό είναι ανεπαρκές. Η κυμαινόμενη προσοχή δίνει μόνο μια μερική διάσταση της στάσης του αναλυτή. Μπορούμε να πούμε ότι στην κατάσταση εγρήγορσης του αναλυτή, η σιωπή είναι το ισοδύναμο του ύπνου του.: ακροάται τον εαυτό του που ακούει, ενώ στη σκηνή αυτή του ακροώμενου λόγου, που αντηχεί τη σκηνή του ονείρου, σχηματίζονται συνειρμοί του ακροατή, όπως η διεργασία του ονείρου ασχολείται με τη συγκέντρωση εικονικών θραυσμάτων [….] Αυτό θα έπρεπε να μας παρακινήσει στο να κατανοήσουμε καλύτερα τον εσωτερικό λόγο του αναλυτή.
Στο βαθμό που απαραίτητη προϋπόθεση για το σχηματισμό αυτού του εσωτερικού λόγου είναι ο λόγος του αναλυόμενου, η συλλογιστική εργασία του αναλυόμενου είναι εκείνη που διέπει τη σιωπή του αναλυτή, δηλαδή ο εσωτερικός λόγος εξαρτάται από αυτόν το λόγο, εκτός από την περίπτωση που ο λόγος δεν ακούγεται από τον παραλήπτη του, και αυτή η σιωπή, η οποία πλαισιώνει τον εσωτερικό λόγο του αναλυτή, στείρα ή γόνιμη είναι και δημιουργός ενός νέου η επαναληπτικού νοήματος, αποκάλυψη ή παράφραση όταν ο αναλυτής δεν επιτυγχάνει να εγκαταστήσει τις σημασιολογικές γέφυρες που επιτρέπουν το πέρασμα από το έκδηλο στο λανθάνον περιεχόμενο. […](σελ. 379)
[…] Η σιωπή αποτελεί τον τόπο εξάλειψης του έκδηλου προκειμένου να αποκαλυφθεί το λανθάνον. Η σιωπή είναι η απουσία μέσω της οποίας το έκδηλο πέφτει στο κενό για να αναφανεί υπό τη μορφή του λανθάνοντος. Η σιωπή είναι προϋπόθεση, χρόνος δυνητικός, που κυβερνάται από την επαγωγική σκέψη: αν….τότε, με άλλα λόγια, «αν κατανοούσα την επιθυμία του λόγου, τότε ο λόγος της επιθυμίας θα ήταν αυτός εδώ» (σελ. 383)
[…] Η βάση της σιωπής στην ανάλυση συνίσταται στο να καταστήσει δυνατή την ανάδυση (συνεπώς την ανακαίνιση) της αναπαράστασης. Το αναλυτικό έργο συνίσταται στην ανάλυση των αναπαραστάσεων του ασθενούς […] προκειμένου να τις υποκαταστήσει με ένα άλλο αναπαραστατικό σύστημα μέσα από το οποίο προκύπτει η έλευση του υποκειμένου. Για αυτό η σιωπή του αναλυτή δεν είναι παρά το μέσο δια του οποίου αρνείται να αντιληφθεί το έκδηλο, απορροφημένος στο διάκενο προκειμένου να επιστρέψει την ανάδυση της ψυχικής αναπαράστασης της ενόρμησης. (σελ.390)
[…] Η σιωπή αποτελεί εκείνο το χώρο ρευστότητας που υποδέχεται τη συγκάλυψη για να τη χαλάσει και να πραγματώσει ένα ομοίωμα αλήθειας, ομοίωμα με την έννοια που του δίνουν οι δημιουργοί των μοντέλων: μια μακέτα (construct). Η σιωπή δεν είναι ανάγκη να παρατείνεται αδικαιολόγητα, διότι τότε ο κίνδυνος τον οποίο διατρέχει ο αναλυόμενος είναι να νιώσει βολικά και να δείχνει σαν να παράγει. (σελ. 391)
Η σκιά που πέφτει από τη σιωπή ακολουθεί κατά πόδας το φωτεινό λόγο (σελ 391)
Βιβλιογραφία
Green,
A (2002) Η Ιδιωτική
Τρέλα., Ψυχανάλυση των Οριακών Περιπτώσεων. Αθήνα Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου