Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

“The Present Moment of the Past.” Notes on Ogden’s Concept of the Analytic Third



Valerie Fouquet: Fusion
And he is not likely to know what is to be done unless he lives in what is not merely the present, but the present moment of the past, unless he is conscious, not of what is dead, but of what is already living.
 (T. S. Eliot, 1919, p. 11).

I shall endeavour to address an aspect of what I understand to be 'the present moment of the past' of psychoanalysis. It is my belief that an important facet of this 'present moment' for psychoanalysis is the development of an analytic conceptualisation of the nature of the interplay of subjectivity and intersubjectivity in the analytic setting and the exploration of the implications for technique that these conceptual developments hold (p.3)

I believe that it is fair to say that contemporary psychoanalytic thinking is approaching a point where one can no longer simply speak of the analyst and the analysand as separate subjects who take one another as objects. The idea of the analyst as a neutral blank screen for the patient's projections is occupying a position of steadily diminishing importance in current conceptions of the analytic process.

My own conception of analytic intersubjectivity places central emphasis on its dialectical nature. This understanding represents an elaboration and extension of Winnicott's notion that '"There is no such thing as an infant" [apart from the maternal provision]'. I believe that, in an analytic context, there is no such thing as an analysand apart from the relationship with the analyst, and no such thing as an analyst apart from the relationship with the analysand. 

[…] the intersubjectivity of the analyst–analysand coexists in dynamic tension with the analyst and the analysand as separate individuals with their own thoughts, feelings, sensations, corporal reality, psychological identity and so on. Neither the intersubjectivity of the mother–infant nor that of the analyst–analysand (as separate psychological entities) exists in pure form. The intersubjective and the individually subjective each create, negate and preserve the other. In both the relationship of mother and infant and of analyst and analysand, the task is not to tease apart the elements constituting the relationship in an effort to determine which qualities belong to each individual participating in it; rather, from the point of view of the interdependence of subject and object, the analytic task involves an attempt to describe as fully as possible the specific nature of the experience of the interplay of individual subjectivity and intersubjectivity. (p. 4) 

I believe that a major dimension of the analyst's psychological life in the consulting room with the patient takes the form of reverie concerning the ordinary, everyday details of his own life (that are often of great narcissistic importance to him). […] these reveries […] represent symbolic and proto-symbolic (sensation-based) forms given to the unarticulated (and often not yet felt) experience of the analysand as they are taking form in the intersubjectivity of the analytic pair (i.e. in the analytic third). (p.12)

The analytic process reflects the interplay of three subjectivities: that of the analyst, of the analysand, and of the analytic third. The analytic third is a creation of the analyst and analysand, and at the same time the analyst and analysand (qua analyst and analysand) are created by the analytic third (there is no analyst, no analysand, and no analysis in the absence of the third).

As the analytic third is experienced by analyst and analysand in the context of his or her own personality system, personal history, psychosomatic make-up, etc. the experience of the third (although jointly created) is not identical for each participant.

Moreover, the analytic third is an asymmetrical construction because it is generated in the context of the analytic setting, which is powerfully defined by the relationship of roles of analyst and analysand. As a result, the unconscious experience of the analysand is privileged in a specific way, i.e. it is the past and present experience of the analysand that is taken by the analytic pair as the principal (although not exclusive) subject of the analytic discourse. The analyst's experience in and of the analytic third is, primarily, utilised as a vehicle for the understanding of the conscious and unconscious experience of the analysand (the analyst and analysand are not engaged in a democratic process of mutual analysis).

The concept of the analytic third provides a framework of ideas about the interdependence of subject and object, of transference–countertransference, that assists the analyst in his efforts to attend closely to, and think clearly about, the myriad of intersubjective clinical facts he encounters, whether they be the apparently self-absorbed ramblings of his mind, bodily sensations that seemingly have nothing to do with the analysand, or any other 'analytic object' intersubjectively generated by the analytic pair. (p.16-17)

Reference


Ogden, T. H (1994) The Analytic Third: Working with Intersubjective Clinical Facts. International Journal of Psycho-Analysis, 75:3-19


Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Green, A - Η Σιωπή του Ψυχαναλυτή



Richard Whadcock "Perceptible Silence"
[….] Ο ψυχαναλυτής είναι σιωπηρός, μερικές φορές ακόμα και βουβός, η σιωπή αυτή παρ΄όλα αυτά είναι ζωντανή, κατοικημένη από τους συνειρμούς της αναλυτικής ακρόασης

[….] Γνωρίζουμε ότι ο Bion συνέστησε στους αναλυτές να είναι χωρίς μνήμη και επιθυμία και να προσεγγίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο μια κατάσταση εσωτερικού κενού, προκειμένου να αφήσουν τις σκέψεις που προκαλούνται από το λόγο του ασθενούς να ξεπηδήσουν.[…] Η σύσταση του Bion δεν είναι να είμαστε σιωπηροί, αλλά να φανούμε, στην αρχή κάθε συνεδρίας, όσο το δυνατόν πιο διαθέσιμοι να ακούσουμε τι νέο έχει να πει ο ασθενής. (σελ. 361-362)
 
Η σιωπηρή λειτουργία του αναλυτή είναι ανεξάρτητη από την ποσότητα των λόγων που εισάγει στο αναλυτικό πλαίσιο. Πράγματι αυτή η λειτουργία έχει να κάνει με τη σιωπή που τηρεί ο αναλυτής στην ερμηνευτική του απάντηση ως προς το έκδηλο περιεχόμενο του λόγου. Για αυτό, όσο ομιλητικός και αν είναι ένας αναλυτής, ένας αναλυόμενος έχει σχεδόν πάντα την αίσθηση ότι δεν του λέει αρκετά και κυρίως ότι δεν απαντά στα ερωτήματα που του θέτει και τα οποία ως προς το έκδηλο περιεχόμενο, παραμένουν αναπάντητα. Όταν ο αναλυόμενος έχει την αίσθηση ότι ο αναλυτής είπε πάρα πολλά σημαίνει ότι ο αναλυτής είπε αυτό που ο αναλυόμενος δεν επιθυμούσε να ακούσει. Όπως για τον αναλυόμενο, έτσι και για τον αναλυτή, πρέπει να αντιπαραθέσουμε τη γεμάτη ομιλία με την κενή ομιλία (Lacan). Ένας ελάχιστα ομιλητικός αναλυτής μπορεί να ανοίξει το στόμα του μόνο για μια κενή ομιλία. Η γεμάτη ομιλία είναι πάντα ερμηνευτική (άμεσα ή έμμεσα) και μπορεί να πάρει τη μορφή σιωπής. (σελ. 365)

Η σιωπή συγκροτεί τον καμβά πάνω στον οποίο θα κινηθούν ( ή θα συν-κινηθούν) θα σχεδιαστούν, θα γραφούν, θα συν-τελεθούν οι προβολικές μορφές του ασθενούς.  (σελ. 368)

Στην ψυχαναλυτική κατάσταση […] μπορούμε αν διακρίνουμε διάφορες συναλλαγές μεταξύ ασθενούς και αναλυτή:
1) Τα λεγόμενα του ασθενούς,
2) Αυτό που ασθενής αποσιωπά, δεν λέει και γνωρίζει,
3) Αυτό που ασθενής αποσιωπά, δεν λέει και δεν γνωρίζει,
4) Το μη δυνάμενο να ακουστεί και το ανήκουστο του ασθενούς,
5) Τα λεγόμενα του αναλυτή,
6) Αυτό που αναλυτής αποσιωπά, δεν λέει και γνωρίζει,
7) Αυτό που ο αναλυτής αποσιωπά, δεν λέει και δεν γνωρίζει,
8) Το μη δυνάμενο να ακουστεί και ανήκουστο του αναλυτή.

Αυτός ο τρόπος περιγραφής διαθέτει ορισμένα αποκαλυπτικά πλεονεκτήματα.
1)    Σιωπή και ομιλία είναι αλληλέγγυες και συναπτές σε κάθε μέλος
2)    Αν η ομιλία είναι όχημα, εν αγνοία της, ενός ασυνειδήτου νοήματος, η σιωπή είναι μάλλον διφορούμενη, αφού αποτελείται από το κρυμμένο (η παρασιώπηση) το μη γνωστό στον ασθενή και στον αναλυτή, και το μη δυνάμενο να ακουστεί και το ανήκουστο του καθένα από αυτούς.

Η σιωπή δεν αποτελεί αποκλειστικά και μόνο στρατηγική. Πράγματι μπορεί να κατακλύζεται από σιωπηρά λόγια, φορείς συνειδητού η ασυνείδητου νοήματος, μπορεί να γεμίσει και με άλλα πράγματα πέρα από τα λόγια, αλλά μπορεί επίσης να αποτελέσει το μη δυνάμενο να ακουστεί από ό,τι δεν έχει ακουστεί ποτέ. […] Αυτό μπορεί να οδηγήσει είτε στο μη νόημα είτε σε ένα μη εκφερόμενο λεκτικά νόημα, που πρέπει να είναι ενεργό ακόμα και με μια μορφή κατά την οποία το νόημα παίρνει την τροπή ενός μη νοήματος, δηλαδή όχι μιας ασυναρτησίας αλλά ενός νοήματος που οι νόμοι του είναι ασύλληπτοι με όλες τις έννοιες της έκφρασης.  (376-377)

Η σιωπή του αναλυτή δεν είναι διαλογισμός, είναι ακρόαση, αλλά αυτό είναι ανεπαρκές. Η κυμαινόμενη προσοχή δίνει μόνο μια μερική διάσταση της στάσης του αναλυτή. Μπορούμε να πούμε ότι στην κατάσταση εγρήγορσης του αναλυτή, η σιωπή είναι το ισοδύναμο του ύπνου του.: ακροάται τον εαυτό του που ακούει, ενώ στη σκηνή αυτή του ακροώμενου λόγου, που αντηχεί τη σκηνή του ονείρου, σχηματίζονται συνειρμοί του ακροατή, όπως η διεργασία του ονείρου ασχολείται με τη συγκέντρωση εικονικών θραυσμάτων [….] Αυτό θα έπρεπε να μας παρακινήσει στο να κατανοήσουμε καλύτερα τον εσωτερικό λόγο του αναλυτή.

Στο βαθμό που απαραίτητη προϋπόθεση για το σχηματισμό αυτού του εσωτερικού λόγου είναι ο λόγος του αναλυόμενου, η συλλογιστική εργασία του αναλυόμενου είναι εκείνη που διέπει τη σιωπή του αναλυτή, δηλαδή ο εσωτερικός λόγος εξαρτάται από αυτόν το λόγο, εκτός από την περίπτωση που ο λόγος δεν ακούγεται από τον παραλήπτη του, και αυτή η σιωπή, η οποία πλαισιώνει τον εσωτερικό λόγο του αναλυτή, στείρα ή γόνιμη είναι και δημιουργός ενός νέου η επαναληπτικού νοήματος, αποκάλυψη ή παράφραση όταν ο αναλυτής δεν επιτυγχάνει να εγκαταστήσει τις σημασιολογικές γέφυρες που επιτρέπουν το πέρασμα από το έκδηλο στο λανθάνον περιεχόμενο. […](σελ. 379)

[…] Η σιωπή αποτελεί τον τόπο εξάλειψης του έκδηλου προκειμένου να αποκαλυφθεί το λανθάνον. Η σιωπή είναι η απουσία μέσω της οποίας το έκδηλο πέφτει στο κενό για να αναφανεί υπό τη μορφή του λανθάνοντος. Η σιωπή είναι προϋπόθεση, χρόνος δυνητικός, που κυβερνάται από την επαγωγική σκέψη: αν….τότε, με άλλα λόγια, «αν κατανοούσα την επιθυμία του λόγου, τότε ο λόγος της επιθυμίας θα ήταν αυτός εδώ» (σελ. 383)

[…] Η βάση της σιωπής στην ανάλυση συνίσταται στο να καταστήσει δυνατή την ανάδυση (συνεπώς την ανακαίνιση) της αναπαράστασης. Το αναλυτικό έργο συνίσταται στην ανάλυση των αναπαραστάσεων του ασθενούς […] προκειμένου να τις υποκαταστήσει με ένα άλλο αναπαραστατικό σύστημα μέσα από το οποίο προκύπτει η έλευση του υποκειμένου. Για αυτό η σιωπή του αναλυτή δεν είναι παρά το μέσο δια του οποίου αρνείται να αντιληφθεί το έκδηλο, απορροφημένος στο διάκενο προκειμένου να επιστρέψει την ανάδυση της ψυχικής αναπαράστασης της ενόρμησης. (σελ.390)

[…] Η σιωπή αποτελεί εκείνο το χώρο ρευστότητας που υποδέχεται τη συγκάλυψη για να τη χαλάσει και να πραγματώσει ένα ομοίωμα αλήθειας, ομοίωμα με την έννοια που του δίνουν οι δημιουργοί των μοντέλων: μια μακέτα (construct). Η σιωπή δεν είναι ανάγκη να παρατείνεται αδικαιολόγητα, διότι τότε ο κίνδυνος τον οποίο διατρέχει ο αναλυόμενος είναι να νιώσει βολικά και να δείχνει σαν να παράγει. (σελ. 391)

Η σκιά που πέφτει από τη σιωπή ακολουθεί κατά πόδας το φωτεινό λόγο (σελ 391)

Βιβλιογραφία
Green, A (2002) Η Ιδιωτική Τρέλα., Ψυχανάλυση των Οριακών Περιπτώσεων. Αθήνα Καστανιώτη